ευρυχώριον

ευρυχώριον
εὐρυχώριον, τό (Α) [ευρύχωρος]
τόπος ευρύς, διαρρυθμισμένος για εκτέλεση σωματικών ασκήσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”